ρώγα

ρώγα
η
1. η ράγα του σταφυλιού.
2. η θηλή του μαστού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρώγα — η / ῥώξ, ῥωγός, ΝΜΑ, και ράγα, Ν, και ῥάξ, Α (κυρίως για το σταφύλι) μικρός σφαιροειδής καρπός (α. «τής αγίας Μαρίνας ρώγα και τ άγιο Λιος σταφύλι», δημ. τραγούδι β. «οὐδὲ τὰς ῥῶγας τοῡ ἀμπελῶνος σου συλλέξεις», ΠΔ) νεοελλ. 1. η θηλή τού μαστού 2 …   Dictionary of Greek

  • ῥῶγα — ῥάξ grape fem acc sg ῥώξ grape fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρώβα — η, Ν κοινή ονομασία είδους τριχωτής αράχνης, αλλ. ρώγα και ρωγαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρώγα] …   Dictionary of Greek

  • αετονυχολιά — και αϊτονυχολιά, η ονομασία με την οποία χαρακτηρίζεται μία από τις παραλλαγές τής ποικιλίας ελιάς (Καλαμών), λόγω τής ομοιότητας τού καρπού της με τη ρώγα τού σταφυλιού ποικιλίας «αετονύχι». [ΕΤΥΜΟΛ. < αετόνυχο + ελιά] …   Dictionary of Greek

  • αθήλαστος — η, ο (Μ ἀθήλαστος, ον) [θηλάζω] 1. αυτός που δεν θήλασε, που ανατράφηκε χωρίς θηλασμό 2. ο χωρίς θηλή, χωρίς ρώγα 3. αυτή που δεν θηλάστηκε, αβύζαχτη «πέθανε στη γέννα αθήλαστη» …   Dictionary of Greek

  • επιρρωγολογούμαι — ἐπιρρωγολογοῡμαι, έομαι (Α) 1. μαζεύω μετά τον τρύγο τις ρώγες που έμειναν 2. (το ενεργ. κατά τον Ησύχ.) «ἐπιρρωγολογοῡσι καλαμῶνται τὸν ἀμπελῶνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρωξ, ρωγός «ρώγα του σταφυλιού» + λογούμαι, τού λογώ* «μαζεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ευρώγης — εὐρώγης, ες (Α) αυτός που έχει καλές ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ* + ρωξ, ρωγός «ρώγα»] …   Dictionary of Greek

  • θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες …   Dictionary of Greek

  • θρόμβος — ο (ΑΜ θρόμβος) 1. πήγμα αίματος που σχηματίζεται εν ζωή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέσα σε ένα αιμοφόρο αγγείο ή στο εσωτερικό τής καρδιάς 2. σταγόνα, στάλα αρχ. 1. (για στερεά που αποτελούνται από πολλά μόρια σε βώλους, όπως είναι η άσφαλτος ή …   Dictionary of Greek

  • καλλίραξ — (Μ) αυτός που έχει καλές ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ράξ, γεν. ραγός, ιων. τ. τού ρώξ «ρώγα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”